άτοκο

άτοκο
faizsiz

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός …   Dictionary of Greek

  • έρανος — ο (AM ἔρανος) μσν. νεοελλ. συγκέντρωση συνεισφορών σε είδος ή χρήμα για κοινωφελή ή φιλανθρωπικό σκοπό αρχ. 1. συμπόσιο με κοινή συνεισφορά τών συνδαιτημόνων 2. δείπνο, συμπόσιο, γιορτή 3. ποσό για υποστήριξη κάποιου, φιλικό δάνειο 4. άτοκο… …   Dictionary of Greek

  • δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη …   Dictionary of Greek

  • Τάφιοι — Αρχαίος πειρατικός λαός που τον αναφέρει ο Όμηρος. Κατοικούσαν στα νησιά Τάφιες, που είναι διάσπαρτα ανάμεσα στη Λευκάδα, στην Ακαρνανία και στην Ιθάκη. Τα νησιά αυτά, που πριν τα κατοικούσαν οι Τ. ονομάζονταν Τηλεβοΐδες, είναι τα σημερινά Σπαρτί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”